- ταχυφυλαξία
- η, Νταχεία εξασθένηση τής δραστικότητας ενός φαρμάκου ύστερα από επανειλημμένη χορήγησή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyphylaxis < ταχυ-* + φύλαξις (πρβλ. προ-φύλαξις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek